ἄπρεπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπρεπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπρεπος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄπρεπο Τσακων. ἄπριπους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἄμπρεπος Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄπρεπος. Τύπ. ἀνέπρεπος ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1779.
Σημασιολογία
1)Ἀπρεπής, ἀνάρμοστος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Λόγιˬα-φερσίματα ἄπρεπα. Ἄπρεπο κάθισμα. Ἄπρεπη συμπεριφορά. Αὐτὸ ποῦ ’καμες εἶναι ἄπρεπο πρᾶμα. Ἄπρεπο εἶναι ν’ ἀντιλέῃς ’ς τὸ μεγαλύτερό σου σύνηθ. Ἄπρεπο ροῦχο Σύμ. Τοῦτο ποῦ ’καμε ἔτανε ἄπρεπο Σκῦρ. Ἄπρεπα δουλείας εὐτάς (κάμνεις) Ὄφ. Ἄπρεπα λόγιˬα εἶπες Κερασ. Ἀτὸ ’ς ἐσέν’ ἄπρεπον ἔν’ (τοῦτο εἶναι ἀνάρμοστον εἰς σὲ) Οἰν. || Παροιμ. Τὰ ἄπρεπα πρεπούμενα κιˬ ὁ γάιˬδαρος μὲ σέλλα (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντος νὰ συνδυάσῃ πράγματα ἀνάρμοστα) Πελοπν. (Φεν.) κ.ἀ. Ἄσκημέ μου κιˬ ἀπρεπέ μου, | τί νὰ πρωτοφάμε βράδυ! (ἐπὶ ἀσχήμου καὶ ἀναρμόστου συζύγου, ἀλλ’ εὐποροῦντος) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Τὰ ἄπριπα εἶν’ ἄπριπα κιˬ ὡς πρέπουν ἂν τὰ βάλῃς (ὅσον καὶ ἂν ζητῇς νὰ συμβιβάσῃς τὰ ἀνάρμοστα, μένουν πάντοτε ἀνάρμοστα) Σάμ. Συνών. *ἀνάκοος 3. 2)Δυσειδής, ἄσχημος Κεφαλλ. (Λειξούρ.)-Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. Δὲν πρέπει τ’ ἄπρεπου στολὴ καὶ τοῦ γαιˬδάρου σέλλα, μὰ οὔτε καὶ τοῦ γέροντα νὰ παίζῃ μὲ κωπέλλα Λειξούρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Διοσκορ. περὶ ὕλης ἰατρικ. (ἔκδ. Khn σ. 769) 5, 102 «δοκεῖ δὲ ἡ πεπλυμένη [λιθάργυρος] ἁρμόζειν εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ καὶ οὐλὰς ἀπρεπεῖς».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA