ἀφαρμάκευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαρμάκευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφαρμάκευτος ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφαρμάκευτος=ἄνευ φαρμάκου.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δηλητηριασθεὶς Λεξ. Περίδ. Βυζ. 2) Ὁ μὴ δοκιμάσας λύπας, ὁ μὴ πικρανθεὶς σφόδρα πολλαχ.: Τὰ παιδιˬὰ δὲν ἀφίνουν κἀνένα ἀφαρμάκευτο πολλαχ. || Ποίημ. Ἀφαρμάκευτο, ἄχ, δὲν εἶναι πανηγύρι ἐδῶ ἡ ζωή! ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 301. Συνών. ἀφαρμάκωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA