ἄποτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄποτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄποτος ἐπίθ. Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄποτος
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ πιὼν ἢ ὁ μὴ ποτισθείς, ἐπὶ ἐμψύχων: ᾿Εν-νὰ ποτίσω τὸν γάαρόν μου, γιˬατ’ ἔνι ἄποτος. || Παροιμ. Ἐπῆεν ’ς τὴν βρύσιν τ’ ἦρτεν ἄποτος (ἐπὶ τοῦ φθάνοντος μὲν εἰς τὸ τέρμα, μὴ πραγματοποιοῦντος ὅμως τὸν σκοπόν του). Παίρνει σε ταὶ φέρνει σε ’ς τὴν βρύσιν ἄποτον (ἐπὶ ἐπιτηδείου ἀνθρώπου). Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σοφοκλ. Αἴ. 324 «ἄσιτος ἁνήρ, ἄποτος». 2)Ὁ μὴ ἀρδευθείς, ὁ μὴ ποτισθείς, ἐπὶ ἀψύχων: Χωράφκιˬα ἄποτα. || ᾎσμ. Βλαστῶ ταὶ γίνουμαι δεντρὸν μὲ κλώνους ταὶ μὲ φύλλα ταὶ σὺ μὲ ’φίν-νεις ἄποτον ταὶ ξερανίσκω, -ύλλα! Πβ. ἄπιˬωτος, ἀπότιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA