ἀφάρπασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφάρπασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφάρπασμα τό, ἀμάρτ. ἀπάρπαγμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφαρπάζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ πιάσῃ τις κἄτι ταχέως ἢ αἰφνιδίως, αἰφνιδία προσβολὴ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Τοῦ πόνου τ᾿ ἀπάρπαγμαν Τραπ. 2) Αἰφνιδιασμός, ἔκπληξις Πόντ. (Τραπ): Τρανὸν ἀπάρπαγμαν ἔτον ἀτο! ξύπασμα. 3) Διαπληκτισμός, συμπλοκὴ Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἀφαρπάξιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA