ἀπρινάρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπρινάρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπρινάρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πριναρευτὸς<*πριναρεύω<πρινάρι.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ παρελθὼν ἄνευ θερμάνσεως διὰ πρίνων, ἐπὶ χρόνου: Παροιμ. Ἀπρίλτς κιˬ ἂν κατεπράεσεν, | ἀπρινάρευτος ’κ’ ἐξέβεν (ὁ Ἀπρίλιος, ὅσον καὶ ἂν κατέστη μαλακός, δὲν ἐπέρασεν ἄνευ θερμάνσεως διὰ πρίνων, διότι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον ἐπικρατεῖ ἐνίοτε δριμὺ ψῦχος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/