ἀπριόνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπριόνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπριόνιστος ἐπίθ. κοιν. ἀπριό’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀπιριˬόνιστος Πελοπν. (Λακων.) ἀπιριˬό’στους Μακεδ. ἀπιρόνιστος Πόντ. (Κερασ.) ἀπρένιστος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. πριονιστός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πριονισθείς, ὁ μὴ σχισθεὶς ἢ κοπεὶς διὰ πρίονος ἔνθ’ ἀν.: Ξύλο ἀπριόνιστο. Πέτρα ἀπριόνιστη κοιν. Σανίδ’ ἀπρένιστον Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA