ἀπροβίβαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροβίβαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροβίβαστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀπροΐβαστος ἐνιαχ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπροβίβαστος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ προαχθείς, ὁ μὴ προβιβασθεὶς εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν, ἐπὶ μαθητῶν, ὑπαλλήλων κττ.: Ἔμεινε δυˬὸ χρόνιˬα ἀπροβίβαστος. 2)Συνεκδ. ὁ μὴ παρέχων τὰ προσόντα διὰ τὴν εἰς τὴν ἀνωτέραν τάξιν σχολείου προαγωγήν: Τὸ τέσσερα εἶναι ἀπροβίβαστος βαθμός. Ἔχει ἀπροβίβαστους βαθμούς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA