ἀφάσκιˬωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάσκιˬωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφάσκιˬωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀφάσκιˬουτους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φασκιˬωτὸς<φασκιˬώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περιτυλιχθεὶς μὲ φασκιˬάν, σπάργανον, ἐπὶ βρεφῶν ἔνθ’ ἀν.: Παιδὶ μωρὸ ἀφάσκιˬωτο σύνηθ. Συνών. ἀτύλιχτος 1γ. 2) Ὁ μὴ περιτυλιχθεὶς δι᾿ ἐπιδέσμου πρὸς ἀκινησίαν πολλαχ.: Μόλις σήμερα ὁ γιˬατρὸς τ᾽ ἄφησε τὸ πόδι ἀφάσκιˬωτο Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/