ἀποτουνῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτουνῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποτουνῦ ἐπίρρ. Πόντ. (Κερασ.) ἀποτονῦν Πόντ. (Οἰν.) ἀποτονῦ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. κ.ἀ.) ἀποτανῦ Πόντ. ἀποτενῦ Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀπετουνῦ Πόντ. (Τραπ.) ἀπετονῦ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς ἀρχ. φρ. ἀπὸ τοῦ νῦν. Ὁ τύπ. ἀποτανῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀπὸ τὰ νῦν ἢ ἐκ τοῦ ἀπὸ τανῦν.
Σημασιολογία
1)Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔνθ’ ἀν.: Ἀποτονῦν καὶ ’ς τὸ ἑξῆς Οἰν. Ἀποτενῦ θ’ εὐτάμ’ ἀτο (θὰ τὸ κάμνωμεν) Χαλδ. Ἀποτενῦ θὰ ἔρχουμαι πάντα αὐτόθ. Ἀποτενῦ ἄλλ’ ἀίκον δουλεία ’κ’ εὐτάγω (εἰς τὸ ἑξῆς δὲν κάμνω πλέον τέτο͜ια δουλε͜ιὰ) αὐτόθ. 2)᾿Εκ νέου, ἐξ ἀρχῆς Πόντ. (Κοτύωρ.): Ἔλ’ ἂς σκαλώνωμε ἀποτονῦ (ἔλα ἂς ἀρχισωμε κτλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA