ἀπροετοίμαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροετοίμαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπροετοίμαστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀπροϊτοίμαστος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀπροτοίμαστος ΙΔραγούμ. Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην. 113.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προετοιμαστὸς<προετοιμάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προπαρεσκευασμένος, ὁ μὴ προητοιμασμένος, ἀνέτοιμος λόγ. σύνηθ.: Ἦταν ἀπροετοίμαστος καὶ δὲν κατάφερε νὰ μᾶς τὰ πῇ καλά. Εἶμαι ἀπροετοίμαστος καὶ δὲ μπορῶ νὰ σοῦ ἀπαντήσω λόγ. σύνηθ. Εἴμαστε ἀπροϊτοίμαστοι ἀκόμα Ἀρκαδ. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε ἀπροτοίμαστοι, γιˬατὶ δὲ γνωρίζομε ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἢ καὶ μονάχα τὴν Ἀθήνα ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/