ἀφέλεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφέλεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφέλεια ἡ, σύνηθ. ὀφέλεια Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) ὀφέλεια Πελοπν. (Μεσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀφέλεια. Ὁ τύπ. ὀφέλεια ὀφείλεται πιθανῶς εἰς ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ὠφέλε͜ια.
Σημασιολογία
1) Ἀβίαστος ἐνέργεια, ἁπλότης, φυσικότης λόγ. σύνηθ.: Αὐτὸ τὸ κορίτσι ἔχει μεγάλη ἀφέλεια. Παίζει μὲ ἀφέλεια. β) Ἁπλοϊκότης, εὐήθεια λόγ. σύνηθ.: Αὐτὸ ποῦ ἔκαμες ἦταν ἀφέλεια. Μὴν λές ἀφέλειες. Συνών. βλακεία, κουταμάρα. 2) Εἶδος κομμώσεως τῆς κεφαλῆς καθ᾿ ἣν αἱ τρίχες τοῦ προσθίου μέρους πίπτουν οἱονεὶ ἀφελῶς ἐπὶ τοῦ μετώπου σύνηθ.: Ἀφίνει-ἔχει ἀφέλειες. Οἱ ἀφέλειες δὲν τῆς πάνε σύνηθ. 3) Τὸ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἐριφίου ἀραιὸν μαλλίον Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA