ἀπραγεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπραγεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπραγεύω Πόντ. (Ἀμισ.) ἀπραεύω Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’πραεύω Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπραγος, δι’ ὃ ἰδ. ἄπραχτος.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι καχεκτικός, ἀδύνατος, ἰσχναίνω, μαραίνομαι ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶν ἀσ’ σὴν ἀρρωστίαν ἐπράεψεν Χαλδ. Τὸ παιδὶν ’πραεμένον ἔν’ Κερασ. Συνών. ἀπραγένω, ἀπραγιˬάζω, ἀπραγιˬώνω 2. Μετοχ. ἀπραεμένος=ἀδρανής, νωθρός, ὀκνηρὸς ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Νοικοκύρ’ς ἀπραεμένος δεὸν έρ’ τῆ μαχαλᾶς (ὁ ὀκνηρὸς νοικοκύρις χρησιμοποιεῖται συνήθως ὑπὸ τῶν γειτόνων διὰ προχείρους ἐργασίας. Πβ. συνών. παροιμ. ἀκαμάτες γειτονᾶς | δεὸν έρ’ τῆ μαχαλᾶς) Τραπ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA