ἀπραγίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπραγίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπραγίλα ἡ, Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Μάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπραγος, δι’ ὃ ἰδ. ἄπραχτος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1)Ἔλλειψις ἐργασίας, ἀεργία Πελοπν. (Κλουτσινοχ.): Μωρέ, ἀπραγίλα ποῦ τὸν δέρνει! Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπραξία 1. 2)Ἔλλειψις ἐμπειρίας, ἀδεξιότης Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀπραξία 3. 3)Ἔλλειψις καλῶν τρόπων, ἀγροικία, ἀγένεια Πελοπν. Συνών. ἀπραξία 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA