ἀφέντεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφέντεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφέντεμα τό, Κάρπ. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφεντεύω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἐξουσιάζῃ κανείς, ἐξουσία Λεξ. Δημητρ. 2) Πλοῦτος Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀφεντιˬὰ 6, βιˬός. 3) Προστασία, ἐξασφάλισις Κάρπ. Πβ. διˬαφέντεμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/