ἀφέντευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφέντευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφέντευτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀφεντευτὸς<ἀφεντεύω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερητ. διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ἀδέσποτος, ἐγκαταλελειμμένος, ἔρημος: Φρ. Ἀφέντευτον νὰ γίνεται! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/