ἀποτραυιγμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτραυιγμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποτραυιγμὸς ὁ, ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 217 ἀπουτραυ’μὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτραυῶ.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ ἀποσύρεται κἀνεὶς κἄπου ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Μηδὲ ἡ κατάρα καὶ τὸ παραπέταμα | μηδὲ ὁ ἀποτραυιγμὸς ’ς τὴ χλιˬὰ τὴ χαμωκέλλα . . . δὲν ξαναστένουν τὸν κατάχαμα πεσμένο. 2)Καιρὸς μεταγγίσεως, ἐπὶ γλεύκους καὶ οἴνου Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τώρᾳ εἴμαστι ἀπάν’ ’ς τοὺν ἀπουτραυ’μὸ τ’ κρασιˬοῦ. Συνών. ἀποτραυιξιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA