ἀπρασινολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρασινολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρασινολόγητος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Αὐδήμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πρασινολογητὸς<πρασινολογῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀποκτήσας πράσινον φύλλωμα, ἐπὶ δένδρων: Παροιμ. Ἄσπειρτα κιˬ ἀφύτρωτα | κιˬ ἀπρασινολόγητα (ἐπὶ ἀπιθάνων καὶ ἀβεβαίων πραγμάτων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA