ἀφεντικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφεντικὸς ἐπίθ. κοιν. ἀφιντικὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀφεdικὸς πολλαχ. ἀφεδ’κὸς ἐνιαχ. ἀφιdικὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ ἀφdικὸς Λέσβ. ἀφετ’κὸς Μύκ. Σκῦρ. ἀφέντικος Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κόρινθ.) ἀφιγκὸς Μακεδ. (Βελβ.) ’φεντικὸς Νάξ. κ.ἀ. Θηλ. ἀφεdικῖνα Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀφεντικός, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. αὐθεντικός ᾽Ιδ. Μαχαιρ. 1, 108 (ἔκδ. RDawkins) «ἔδωκέν του καὶ ἕναν ἀφεντικὸν κανίσκιν».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸν ἀφέντην, τὸν ἄρχοντα, τὸν κύριον πολλαχ.: Ἀφεντικὴ ζωή. Ἀφεντικὰ λιβάδια. Ἀφεντικὸς γάμος. Ἀφεντικὰ χτήματα κοιν. || Φρ. Εἶν’ ἀφεντικὸ βολύμι (οὐδένα διατρέχει κίνδυνον) Πελοπν. (Βυτίν.) || Γνωμ.Ὅγο͜ιος τρώει ἀφεdικὸ ψωμὶ τὸ νοῦ του πρέπει νά’ χῃ Πελοπν. (Μάν) Γαιδουρινὰ μοῦτρα, ἀφεντικὴ ζωὴ (ὁ ἀναιδὴς ἀπολαύει τῶν τοῦ βίου ἀνέτως) Πελοπν. (Παππούλ. κ.ἀ.) Ἀφεντικὸς ὁρισμὸς καὶ τὰ σκυλλιὰ δεμένα (ὅτι πᾶσα διαταγὴ τῆς ἐξουσίας πρέπει νὰ ἐκτελεσθῇ, συνών. παροιμ. βασιλικὴ διαταγὴ κτλ.) Πελοπν. || Παροιμ. Ἀφεντικὸ μολύβι δὲν βουλᾷ (πβ. μεσν. «βασιλικὸς μόλυβδος οὐ καταδύεται», ὅτι τῶν ἰσχυρῶν τὰ πράγματα εἰναι ἀσφαλῆ οὐδενὸς τολμῶντος νὰ τὰ σφετερισθῇ. Ἰδ. ΝΠολιτ. Παροιμ. 3, 65) Κάρπ. Τ’ ἀφεντικὸ μολύβι, ’ς τὴ θάλασσα νὰ πέσῃ, δὲ χάνεται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Κορινθ.) || ᾎσμ. Ποῦ νὰ βρεθῇ βασιλικὸς δασὺς σὰ dὰ μαλλιˬά σου κ’ ἕνα κεφάλι ἀφεdικὸ σὰ gαὶ τῆς ἀφεdιˬᾶς σου (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀφεdικὸ καὶ Ἀφεdικὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) β) Ὁ ἄξιος αὐθέντου, ὁ ἀρίστης ποιότητος, ἐξαίρετος Κύπρ. Πελοπν. (Ἀχαΐα ᾿Ηλ.) κ.ἀ.: Μετάξιν ἀφεντικὸν Κύπρ. || Αἴνιγμ. Ἄσκαφο, ἀφύτευτο κιˬ ἀφεντικὸ μαγέρεμα (τὰ ὕδνα) Ἀχαΐα Ἦλ. 2) Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἐξουσίαν, κρατικός, δημόσιος Ζάκ. Κύπρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. Ὅσα βρεθοῦν ἀφεντικὰ ἄς ἔν’ δικά τους τέλε͜ια (ἐνν. κτήματα) Κύπρ. Β) Οὐσ. 1) Κρατικός, δημόσιος ἀνθρωπος Πελοπν. (Μάν.): ᾊσμ. Γερανοφόροι ἔρχονται | καὶ λέου νά ’ναι ἀφεντικοὶ Μάν. Φουστανελλᾶδες καὶ στενοὶ | καὶ λέου νά ’ναι ἀφεντικοὶ αὐτόθ. 2) Ἀρσεν. καὶ οὐδ, προϊστάμενος ἀτόμων ἢ ὁμάδων, κύριος κοιν.: Νὰ δοῦμε τί λέει κιˬ ὁ ἀφεντικός. Ἔχει καλοὺς ἀφεντικοὺς ἢ καλὰ ἀφεντικὰ κοιν. || Φρ. Τ’ ἀφεντικοῦ τὰ γένε͜ια (οἱ εἰς τμῆμα ἀγροῦ ἀφινόμενοι κατὰ τὸν θερισμὸν ἀθέριστοι στάχυες) Πελοπν. (Βούρβουρ.) || Γνωμ. Τὸ καλὸ ἀφεdικὸ ἀργεῖ νὰ δείξῃ Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀφέντης 4, τοῦ οὐδ. πληθ. ἀφεντικὰ συνών. τὸ ἀγαδικὰ 1. Τὸ οὐδ. εὔχρηστον ὡς προσφώνησις καὶ προσηγορία πρὸς ἔκφρασιν τιμῆς καὶ σεβασμοῦ πολλαχ.: Τ’ ἀφεντικὸ νὰ μὲ προτιμάῃ, ἅμα ἔχει δουλε͜ιά. Συνών. κύριος. β) Ἀρσεν. καὶ οὐδ., ἰδιοκτήτης κύριος κοιν.: Ὁ ἀφεντικὸς τοῦ μαγαζιˬοῦ-τοῦ σπιτιˬοῦ-τοῦ χωραφιˬοῦ κττ. Τ’ ἀφεντικὸ τοῦ μουλαριˬοῦ-τοῦ σκύλλου κττ. κοιν. || Φρ. Ἀφεντικὸ τοῦ σπιτιˬοῦ (ὁ οἰκουρὸς ὄφις ἢ σαύρα, συνών. φρ. νοικοκύρις τοῦ σπιτιˬοῦ. Ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 1073 κἑξ.) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) || Γνωμ. Τοὺ μάτ’ τ’ ἀφιντικοῦ παχέ’ τ’ ἄλουγου (ἡ ἐπίβλεψις τοῦ κυρίου συντελεῖ εἰς εὐόδωσιν τοῦ ἔργου) Στερελλ. (Εὐρυταν.) || Παροιμ. Ξέρει ὁ σκύλλος τὸν ἀφεντικό του (μάτην περιποιεῖσαι τὸν ξένον, διότι δὲν λησμονεῖ τοὺς οἰκείους του) Βάρν. Ὁ γάττος γιˬὰ τὸ φαεῖ του βγάζει κἄποτε τὸ μάτι τ’ ἀφεντικοῦ του ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 179, 46. Συνών. ἀφέντης 4β. 3) Οὐδ. πληθ., οἰ βουλευταὶ Σάμ. 4) Οὐδ., ψυχὴ φονευθέντος ζῴου ἢ ἀνθρώπου προσηλωμένη εἰς ὡρισμένον τόπον καὶ βλάπτουσα ἢ εὐεργετοῦσα τοὺς ἀνθρώπους εἰς τοὺς ὁποίους ἐμφανίζεται Χίος. Συνών. στοιχε͜ιό. 5) Ἀρσεν., ἀστυνόμος Κορσ. 6) Οὐδ., οἰκία ἄρχοντος φιλοφρονήσεως δὲ χάριν πᾶσα οἰκία Λέσβ.: Ἤρταμι’ς τ’ ἀφιdικό σας. Συνών. ἱδ. ἐν λ. ἀφεντόσπιτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA