ἀποτρελλαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρελλαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτρελλαίνω κοιν. ἀπουτριλλαίνου βόρ. ἰδιώμ. ’ποτρελλαίνω πολλαχ. ’πουτριλλαίνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’πουτιρλαίνου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τρελλαίνω.

Σημασιολογία

Κάμνω κἄποιον ἐντελῶς τρελλόν: Μ’ ἀποτρέλλανε μὲ τοὶς ἄγριες φωνάρες του. Τόν ἔχει ἀποτρελλάνει μὲ τὴν ὀμορφιˬά της-μὲ τὰ νάζιˬα της κττ. Ἀποτρελλάθηκε ἀπὸ τὸν πόνο-ἀπὸ τὸν καηˬμὸ-ἀπὸ τὸ χαμὸ τοῦ μονάκριβου παιδιˬοῦ του κττ. κοιν. Ἀφοῦ ἔζησε τρελλαίνοντας ἕναν κόσμο, κάνει τὸν κόσμο ν’ ἀποτρελλαθῇ καὶ μὲ τὸ θάνατό της ἀκόμα ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 82. || Φρ. Τὸν ἀποτρελλάνανε! (ἐπὶ ἀνθρώπου ἐπιρρεποῦς εἰς παραφροσύνην) σύνηθ. || ᾎσμ. Ἄχ, πάω ν’ ἀποτρελλαθῶ γιˬὰ μιˬᾶς μικρῆς χατίρι ἀγν. τόπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδαιμονίζω καὶ ἀποπαλαβώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/