ἀφεντόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεντόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφεντόξυλο τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀφέντης καὶ ξύλο.

Σημασιολογία

1) Τέκνον ἄρχοντος, χλευαστικῶς. 2) Ἰσχυρὸς καὶ ἀνηλεὴς δαρμός, δυνατὸν ξυλοκόπημα. Συνών. ἀρχοντόξυλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/