ἀποχωρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχωρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποχωρισμὸς ὁ, κοιν. ἀπουχουρισμὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀπεχωρισμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος (Πυργ.) ’ποχωρισμὸς Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχωρίζω. Πβ. καὶ μεσν. ἐν γλωσσαρίῳ ἀποχωρισμὸς=ἀφορισμός. Ὁ τύπ. ἀπεχωρισμὸς ἔχει τὸ ε ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπεχώρισα.
Σημασιολογία
Χωρισμὸς ἀπ’ ἀλλήλων ἔνθ’ ἀν.: Ζωντανὸς ἀποχωρισμὸς (χωρισμὸς δύο προσώπων ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν διὰ τοῦ θανάτου τοῦ ἑτέρου γινόμενον) κοιν. || ᾌσμ. Μισσεύγω κιˬ ὅλα τὰ πουλλιˬὰ κλαίνε τὸ μισσεμό μου, κλαῖγε καὶ σύ, πουλλάκι μου, τὸν ἀποχωρισμό μου Κρήτ. Ἐχθροὶ καὶ φίλοι καὶ δικοὶ κλαίουν τὸ μισσεμό σου, κλαίει καὶ τὸ σπιτάκι σου τὸν ἀποχωρισμό σου (μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA