ἀφερέγγυος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφερέγγυος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφερέγγυος ἐπίθ. λόγ σύνηθ. ἀφερέgυος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀφιρέγγυος Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φερέγγυος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεκτημένος περιουσίαν πρὸς ἐγγύησιν, ἀναξιόχρεως ἔνθ' ἀν.: Ἀφερέgυοι g’ οἱ δυˬό dωνε, μήτ’ ἐκεῖνος ἔχει ὥς μύτις βολόνας πρᾶμα οὔτ’ ἐκείνη ὅσο σηκώνει μιὰ μυῖα ’ς τὸ φτερό τζη Ἀπύρανθ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἔχων σώας τὰς φρένας, ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ ἔχῃ κἀνεὶς ἐμπιστοσύνην Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA