ἀποψάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποψάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποψάλλω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) ἀποψέλνω ἐνιαχ. ’ποψάλλω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ψάλλω. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. Ἄθω τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἰδ. MVasmer Byzant. Gesprächbuch 32. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποψάλλω=ἠχῶ.
Σημασιολογία
1)Ἀμτβ. τελειώνω τὸ ψάλσιμο σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Ποίημ. Ψέλνει γιˬὰ τὸν ἑσπερινὸ μὲ λιγωμένους ἤχους . . . σταυροκοπει͜έται, ἀπόψαλε καὶ βγαίνει ’ς τὴν αὐλὴ ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,142. β)Ἀπολύω, ἐπὶ ἐκκλησίας, λειτουργίας κττ. Κρήτ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) κ.ἀ.-ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 344, 19: Ἡ ἐκκλησιˬὰ σήμερα δὲν ἀποψέλνει γρήγορα Πάρ. Ἐγκλεσία ἐπόψαλε Οἰν. || Παροιμ. Ὡς ποῦ νὰ στολιστῆ ὁ Κατσαρῆς, ἀπόψαλ’ ἡ Ἀνάστασι (ἐπὶ τῶν βραδυνόντων) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. 2)Μετβ. τελειώνω τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν τινὸς Ἀθῆν. Ἤπ. Κρήτ. κ.ἀ.: Τὸν ἀποψάλαν καὶ τὸν σηκώσαν (ἐνν. τὸν νεκρὸν) Ἀθῆν. || ᾎσμ. Καὶ ὅταν μ’ ἀποψάλουνε καὶ σβήσουν τὰ κεριˬά μου, καὶ τότ’ ἀγαπημένη μου σὲ ἔχω ’ς τὴν καρδιˬά μου CFauriel Chants populaires 2, 222
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA