ἄφερτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφερτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιθετο
Τυπολογία
ἄφερτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄφιρτους βόρ. ἰδιώμ. ἄιφιρτους Ἤπ. κ.ἀ. ἀνήφερτος Λεξ. Βλαστ. 278 ἀνιφέριτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄφερτος. Διὰ τὸν τύπ. ἄιφιρτους πβ. ἀμάραντος-ἀιμάραντος. Τὸ ἀνιφέριτους ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνέφερτος κατ’ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου ι.
Σημασιολογία
1) Ἀφόρητος, δυσάρεστος, ἄξεστος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Κύπρ. Μακεδ. (Σιάτ.) Μέγαρ.: Ἄφιρτ’ κουπέλλα Ζαγόρ. || Φρ. Τρομάρα νὰ σοῦ ’ρθη, ἄφερτη! (ὕβρις) Μέγαρ. Πβ. ἀρχ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 563 «χειμῶνα…| παρεῖχ’ ἄφερτον Ἰδαία χιών» β) Ἀλαζών, ἀκατάδεκτος Ἤπ. Συνών. ἀκατάδεχτος 1, ἀντίθ. καταδεχτικός. 2) Ὁ μὴ κομισθείς, ὁ μὴ μεταφερθεὶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Τό ’χου ἄφιρτου τοὺ σ’τάρ’ ἀπ’ τοὺ χουράφ’ ἀκόμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Εἶνι ἄφιρτα τὰ ξύλ’ ἀπ’ τοῦ λόγγου αὐτόθ || Φρ. Αὐτὴ ξέρει τ’ ἄφερτα (ἐπὶ εὐφυοῦς ἢ πονηρᾶς γυναικός) Πελοπν. (Μάν.) 3) Ὁ μὴ ἐλθὼν πολλαχ.: Πῆγε ’ς τὸ βουνὸ κ’ εἶναι ἄφερτος ἀκόμα Πελοπν. (Μάν.) Ἀντίθ. φερμένος (ἰδ. φέρω). || ᾿Επιρρηματ. φρ. Ἄφερτο τὸ πόμα ἢ ἄφερτο γιόμα (πρὸ τοῦ γεύματος) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Παππούλ. Φιγάλ.) Ἄφερτο γιόμα ἤμουνα ’ς τὸ δεῖνα μέρος Ἀνδρίτσ. Πβ. ἀβάρετος 2β, ἀβασίλευτος. 4) Ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν, ὁ μὴ ἀνεβασμένος, ἐπὶ ἄρτου Λεξ. Βλαστ. 278. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. *ἀνανέβαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA