ἀποτροχίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτροχίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτροχίζω πολλαχ. ’ποτροίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τροχίζω.
Σημασιολογία
Ι)Στρέφω τοὺς ὀφθαλμούς μου ὀργίλως Κύπρ.: Εἶντα ’ποτροίζεις τὰ μ-μάτιˬα σου, θαρεῖς πῶς φοβοῦμαι σε! Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. τροχίζομαι=περιστρέφομαι ὡς τροχός. ΙΙ)Τελειώνω τὸ τρόχισμα πολλαχ.: Ἀκόμη δὲν ἀποτρόχισα τὸ μαχαίρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA