ἀποδιχαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιχαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιχαλίζω, ἀποτσιχαλίζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποτοχαλίζω Πόντ. (Χαλδ.) ἀποτουχαλίζω Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ.) ἀποτιχαλίω Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διχαλίζω.
Σημασιολογία
1) Διαχωρίζω, διασπῶ (ἐλέγετο τὸ πρῶτον ἐπὶ τοῦ ἑτέρου σκέλους τοῦ ἐκ φύσεως ἐμφανιζομένου ὡς διχάλου, οἷον ξύλου διχαλωτοῦ, σκελῶν κττ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Επετσιχάλισε τὸ κλαδὶ Ὄφ. Ἐπετιχάλτσεν τὸ ξύλον Χαλδ. Ἔσυρεν κ᾿ ἐπιτιχάλτσεν τὴν κάτταν Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἀτώρᾳ σύρω κιˬ ἀποτιχαλίζω σε! (ἀπειλὴ) αὐτόθ 2) Ἀνοίγω ὑπερμέτρως, οἷον τοὺς ὀφθαλμοὺς, τοὺς πόδας, τὸ στόμα Πόντ. (Οἶν. Ὄφ. Τραπ.): Ἀποτσιχαλίζω τὰ ποδάρ μ’ Τραπ. ᾽Εποτιχάλισεν τ’ ὀμμάτ-τὸ στόμα–τὰ πράδ Οἰν. 3) Μέσ. διανοίγω τὰ σκέλη καὶ κάθημαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ.): Ἐπετιχαλίγες κ’ ἐκάτσες Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA