ἀποδιψῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιψῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιψῶ ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 261 –Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποδιψῶ.

Σημασιολογία

1) Παύω νὰ διψῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἤπια κι ἀποδίψασα. ᾿Η σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Εὐσταθ. Ἰλ. 871,6 «περίφρασις δέ ἐστι τοῦ ᾶπεδίψησαν τὸ ἀφέτην τοιάνδε δίψαν». 2) Μεταφ. διακαῶς ἐπιθυμῶ ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τὰ σταχτερά σου τὰ ξεροβούνιˬα | πάντα ἡ ψυχή μου ν’ ἀποδιψᾷ καὶ τὰ κουδούνιˬα ’ς τὴ βοσκαριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/