ἀφηγοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφηγοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφηγοῦμαι Κρήτ. ἀφηγοῦμι Μακεδ. (Μελέν.) ἀφ’γοῦμαι Θρᾴκ. ἀφ’γοῦμι Μακεδ. (Σέρρ.) κ.ἀ. ’φηγοῦμαι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κάρπ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ. ’φηγοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’φηγοῦμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ’φ’γοῦμι Λῆμν. ’φηοῦμαι Κάλυμν. Κάρπ. ἀφηγε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βελβ. Βέρ. Σέρρ.) ἀφ’χε͜ιοῦμι Στερελλ. (Λοκρ.) Μακεδ. (Πάγγ.) ἀφ’κε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) ἀβ'γε͜ιοῦμι Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ. ’φηγει͜οῦμαι Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ’φηγε͜ιῶμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀφηγε͜ιέμαι Εὔβ. ἀφ’γε͜ιέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ’φηγε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Γέν. Σκοπ.) Πελοπν. (Λακων.) ἀφηγούμενε Τσακων. ’φηγε͜ιῶμαι Πελοπν. (Λακων.) Ἀόρ. ἀφ’γήσκα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχαῖον ἀφηγοῦμαι. Ἡ τροπὴ τοῦ φ εἰς β εἰς τὸν τύπ. ἀβ’γε͜ιοῦμι διὰ τὸ παρακείμενον γ.

Σημασιολογία

Περιγράφω περιστατικὸν τι λεπτομερῶς, διηγοῦμαι, ἐξιστορῶ ἔνθ’ ἀν.: Μᾶς ἀφ’χε͜ιέτι πῶς πέρασι ’ς τὰ νεᾶτα τ’ Πάγγ. Ἔκατσ’ ἡ θαλασσ’νὸς καὶ τοὺν ἀφ’γήθ’κι τοὺ πάθημα τ’ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Πῆγι ’ς τοὺ παλάτ’ κι΄ ἀφ’γήσκι τοὺ πρᾶμα αὐτόθ. ’Φηγήθ’κε τὰ πάθηα τ’ Σκοπ. Τὸν ’φηγήθ’κε μὲ κοdολογία ὅσα ἔγινανα αὐτόθ. ’Φηγε͜ιέται οὕλα ’πὲ τῆν ἀράδα (μὲ τὴ σειρά τους) Γέν. Ἀφηγήε ὅα τὰν ἱστορία Τσακων. || Φρ. Ἄλλο τί μᾶς ἀφ’κε͜ιέσι; (τί ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ μᾶς ζητήσῃς; τί ἄλλο ἀγαπᾷς;) Καταφύγ.Ἀ’βγε͜ιέτι, ἀβ’γε͜ιέτι! (ἐπὶ φλυάρου) Χαλκιδ. || Παροιμ. φρ.’Φηᾶται καὶ πάλ’ἀρχὴ τὸ πιάνει (ἐπὶ τῶν ἐπαναλαμβανόντων τὰ αὐτὰ) Κάρπ. || ᾊσμ. Φάτε καὶ πιˬῆτε, ἄρχοντες, κ’ ἐγὼ νὰ σᾶς ’φηγοῦμαι Σωζόπ. Δάση μου, νὰ σᾶς ’φηηθῶ τὰ πάθη ὁ καημένος, νὰ ξεραθ-θοῦν τὰ κλώνιˬα σας, τὰ φύλλα σας νὰ πέσουν Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/