ἀφηνιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφηνιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφηνιάζω λόγ. κοιν. ἀφ’νιˬάζω Κρήτ. ’φανιˬάζω Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀφηνιάζω.

Σημασιολογία

1) Δὲν ὑπακούω εἰς τὰ ἡνία, δὲν συγκρατοῦμαι ὑπὸ τῶν χαλινῶν κοιν.: Ἀφηνίασε τὸ ἄλογο. Ἀφηνιασμένο ἄλογο κοιν. ᾿Εφάνιασεν ὅ ἄπ-παρός μου τ’ ἔθελε νὰ μὲ ρίξῃ κάτω Κύπρ. 2) Δὲν πειθαρχῶ πολλαχ: Μοῦ ἀφηνίασαν τὰ παιδιά. 3) Γίνομαι ἔξω φρενῶν πολλαχ. Συνών. ἀφιˬονίζω, φρενιˬάζω. 4) Παρεκτρέπομαι ἠθικῶς Λεξ. Δημητρ.: Ἀφηνιασμένα παλα͜ιοκόριτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/