ἀπόψηλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόψηλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόψηλος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 7 ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 14-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ψηλός.
Σημασιολογία
Πολὺ ὑψηλός, ὑπερύψηλος ἔνθ’ ἀν.: Ἡ αὐγὴ μὲ τὸ φτερωτὸ ποδάρι ἀγγίζει τοὶς ἀπόψηλες κορφὲς ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Τὰ βουνὰ ὁλοτρόγυρα ἀκόμη πεˬὸ ἀπόψηλα καὶ πεˬὸ περήφανα ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA