ἀποδιˬώχνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬώχνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬώχνω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κορσ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Τρίκκ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 361 ΓΒλαχογιανν. Μεγάλ. χρόν. 17 ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 Βωμ. 127 -Λεξ. Κομ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ᾿ποδκιˬώχνω Κύπρ. ἀποδιˬώχτω Κορσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποδιώκω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) ᾿Αποδιώκω, ἀποπέμπω Ἀθῆν. Ἄνδρ. Κύπρ.-ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 ἔνθ’ ἀν. Βωμ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Κομ. Μπριγκ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἤθε νὰ τὴν ἀποδιˬώξω τὴν ἀρρώστιˬα (ἤθελον ἀποδιώξει κτλ.) Ἄνδρ. Τ’ οἱ ἄλ-λες δκυˬὸ οἱ καταραμένες οἱ ἀδερφάδες της ἐθωροῦσαν την ’πόμακρα ᾿ποδκιˬωγμένες τσ’ ἐσπάγιˬαζαν ’ποῦ τὴν ἀζούλαν τους (ἐσφαγιάζοντο, ἐβασανίζοντο ἀπὸ τὸν φθόνον των. ᾿Εκ παραμυθ.) Κύπρ. Μ’ ἀρέσει τῆς κανάτας ἡ ἀγκαλεά, μὰ καὶ τὸ καλὸ φαεῖ δὲν τ’ ἀποδιώχνω ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Ποιήμ. ..........’ς τὸ βότανο,’ς τὸ θέρο παντοῦ, ’ς τὸ στειρολόγημα, ’ς τὸν τρύγο, ’ς τὸ κοπάδι, ὅθε περάσῃ τῆς καρδιˬᾶς τὰ σύννεφα ἀποδιˬώχνει (ἐπὶ ὡραίας παρθένου στειρολόγημα=ἀποκοπὴ τῶν στείρων βλαστῶν τῆς ἀμπέλου διὰ νὰ ἐνδυναμωθῇ τὸ φυτὸν) ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ ἀποδιˬωγμένη μου ζωὴ βρῆκε σκεπὴ κοντά σου ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ 2 ἔνθ’ ἀν. Καὶ πάς μὲ τὰ πουλλιˬὰ τ’ ἀποδιˬωγμένα ἀπ’ τὴ χινοπωριˬάτικη τὴ μπόρα ΚΠαλαμ. Βωμ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἀποπέμπω εὐσχήμως Σῦρ. (Ἑρμούπ.): Γύρευε νὰ πάμε μαζί, ἐγὼ ὅμως τὸν ἀπόδιωξα. Συνών. ἀποδιˬαβάζω 3, ξεφορτώνομαι (δι’ ὁ ἰδ. ξεφορτώνω). γ) Βάλλω, ρίπτω Κορσ.: ᾎσμ. Χρυσὸ μαχαίρ’ ἐτραύιξε ἀπ᾿ ἀργυρὸ θηκάρι, ’ς τὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀπόδιˬωξε, ’ς τὰ στήθη του τὸ ᾿δέχτη. 2) Ἀποφεύγω, ἀποστρέφομαι Πελοπν.(Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Τρίκκ.): Τί τ᾽ ἀποδιˬώχνεις τὸ κινίνο; Κλουτσινοχ. Συνών. ἀποφεύγω. Πβ. ἀναγυρίζω Β4 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA