ἀποτρυγῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτρυγῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτρυγῶ σύνηθ. ἀποτρυγάω πολλαχ. ἀποτρυγάου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀπουτρυγῶ βόρ. ἰδιώμ. ἀποτρυῶ Σίφν. ’ποτρυγῶ Κρήτ. κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τρυγῶ. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποτρυγῶ=τρυγῶ.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸν τρυγητὸν σύνηθ.: Παροιμ. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἀποτρυγοῦσαν, ἡ Μαρία ἔπλεκε καλάθιˬα (ἐπὶ τοῦ παρακαίρως πράττοντος τι) Ζάκ. κ.ἀ. Συνών. ἀποβεντεμίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA