ἀποψοφῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποψοφῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποψοφῶ Κρήτ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ψοφῶ.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἀγέλης ζῴων, ἀποθνήσκω ἐξ ὁλοκλήρου ἔνθ’ ἀν.: Ὀφέτος ἔπιˬασε κρύο κιˬ ἀποψοφήσανέ μου τὰ ὀζὰ Κρήτ. || Φρ. Ποῦ ν’ ἀποψοφήσῃ τὸ σόι του! (ἀρὰ) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/