ἀποψύχητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποψύχητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποψύχητα ἐπίρρ. Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εξ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀποψύχητος, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀποψυχητὸς<ἀποψυχῶ τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ- λαβόντος στερητ. σημ. δι’ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. ᾿Ιδ. α- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ἄνευ ἀναπαύσεως, χωρὶς νὰ ξεκουρασθῇ τις: Ἐνήβην ἀποψύχητα (ἐνήβην=ἀνέβη).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/