ἀποψύχομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποψύχομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποψύχομαι ἀμάρτ. ’ποψύχομαι Σύμ. ἀποψυχίζω ἀμάρτ. ἀποψυίζω Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) ἀποίζω Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποψύχω. Ὁ τύπ. ἀποψυχίζω ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ γ΄πληθ. προσώπ. τοῦ παθητ. ἀορ. ἀπεψύχησαν, ὅθεν α΄ ἑνικ. ἀπεψύχησα καὶ περαιτέρω ἐνεστ. ἀποψυχίζω, καθ’ ἃ ἐκ τῶν ἐμάνησαν, ἐρράγησαν, ἐσάπησαν ἐσχηματίσθησαν ἀόρ. ἐμάνησα, ἐρράγησα, ἐσάπησα καὶ περαιτέρω ἐνεστ. μανίζω, ραγίζω, σαπίζω (παρ’ ὃ καὶ σέπομαι). Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,55.
Σημασιολογία
1)Ἐκπνέω, ἀποθνήσκω Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ. Σαράχ.): Ὁ χαστᾶς ἀτουνα ἀκόμηνο οὐτ ἀποίζ’ (ὁ ἀσθενής των δὲν ἐκπνέει εἰσέτι) Ζησιν. Ὄφ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἡσύχ· «ἀπεψύχη· ἀπεπνευματίσθη. Αἰσχύλος Κερκύονι σατυρικῷ» (ἰδ. Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 104). Συνών. ἀναπαύομαι (ἰδ. ἀναπαύω Β2), ἀναπετῶ 5γ, ἀποκάβγω 2, ξεψυχῶ, πεθαίνω. 2)Ἀναπαύομαι, ξεκουράζομαι, λαμβάνω ἀναψυχὴν Σύμ.: Κάτσε ν’ ἀποψυχῇς. Κατηβαίνουν, ἐκάτσαν, ἐποψυχῆσαν. Ἐφέραν του καὶ ροῦχα καλὰ καὶ μονὲς νὰ π-πέφτῃ καλὰ νὰ ’ποψύχεται (ἐκ παραμυθ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. IBekker Anecd. Graec. 17, 10 «ἀποψύχεσθαι· ἀναπαύεσθαι ψυχάζοντας, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ἐξ ὁδοῦ καὶ καύματος ἀναψυχόμενοι».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA