ἀποδουλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδουλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδουλίζω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) -Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ δουλεία, δι᾿ ὃ ἰδ. δουλε͜ιά.

Σημασιολογία

Περατῶ τὴν ἐργασίαν μου, παύω νὰ ἐργάζωμαι ἔνθ’ ἀν.: Ὅλον τὴν ἡμέραν ἔρραφτα καὶ ᾿ς σὸ βράδυν ἀπάν’ ἐπεδούλτσα Τραπ. ᾿Εβράδυνε κι ἀκόμηνο οὐτ’ ἐπεδουλίσαμε Ὄφ. Συνών. ἀποδουλεύω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/