ἀποδούλισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδούλισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδούλισμαν τό, Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) ἀποδούλιγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδουλίζω.
Σημασιολογία
Ἀποπεράτωσις τῆς ἐργασίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA