ἀποτσάμπι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτσάμπι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτσάμπι τό, Θρᾴκ. ἀπουτσάμπ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπότσαμπο Πελοπν. (Λακων.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 299.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τσαμπί.

Σημασιολογία

Ἀποτρύγι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἂς μὲ κλαδέψουν ἄρχοντες κ’ ἐργάτες παλληκάριˬα κιˬ ἂς μὲ βλαστολογήσουνε τρί’ ἀπάρθενα κορίτσιˬα καὶ τὸ τσαμπὶ τ’ ἀπότσαμπο τὸ χρέος θενὰ βγάλῃ Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/