ἀποχύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχύνω σύνηθ. ἀποχιˬούνω Πελοπν. (Λακων.) ἀπο’νῶ Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπουχύνου βόρ. ἰδιώμ. ’ποχύνω Ρόδ. ’ποχύν-νω Σύμ. ’ποχιˬούνω Πελοπν. (Λακων.) ’πεχύνου Εὔβ. (Κύμ.) ἀποχῶ Ἤπ. ἀπουχάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’ποχῶ Ἤπ. ’πούζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποχύνω. Ὁ τύπ. ἀποχῶ ἐκ τοῦ ἀορ. ἀπόχυσα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα μέτρησα-μετρῶ, πάτησα-πατῶ, πούλησα-πουλῶ κττ., καθ’ ἃ καὶ σβῶ παρὰ τὸ σβήνω κττ.
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Ἐκχέω τὸ ὕδωρ τῶν ὀσπρίων μετὰ τὴν πρώτην βράσιν καὶ ἀντικαθιστῶ αὐτὸ διὰ νέου ὕδατος Θρᾴκ. Κάρπ. Κίμωλ. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.: Ἀπόχυσα τὰ ρεβίθιˬα καὶ πάλι τά ’στησα Πάρ. Ἀπόχυσε τὰ φασούλιˬα Κίμωλ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Γαλην. 6, 478 «πτίσας τὴν φακῆν ἑψήσας τε δὶς ὡς ἀποχεῖν τὸ πρότερον ὕδωρ». Συνών. ἀποθερμίζω, ξεζουμώνω. 2)᾿Εκσπερματίζω Ζάκ. Κεφαλλ. Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ. Συνών. ἀπορρίχνω 4. 3)Χύνω ᾠάρια, γεννῶ ἐπὶ ἰχθύων Ἤπ. Κρήτ. Πέλοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Τὰ ψάριˬα ἀπόχιˬουσαν Λακων. Τὰ ψάριˬα ’ποχύν-νουν γιˬαλὸ (γεννοῦν παρὰ τὴν ἀκτὴν) αὐτόθ. 4)Ρίπτω σῖτον εἰς τὴν καλαχίδα, τὸ δοχεῖον ἐξ οὗ ἐκχύνεται εἰς τὸν μύλον πρὸς ἄλεσιν Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Λακων.): Καρτεροῦ μία ὥρα τσαὶ ’κόμα ὁ μυλωνᾶς ’ὲ μοῦ ’πέχυτσε Κύμ. 5)Ἀπομακρύνω τινὰ ταχέως, ἰδίᾳ ἐν κατωφερείᾳ Κρήτ.: Τὸν ἐζύγωνε καὶ τὸν ἀπόχυσε ’ς τὰ γρεμνά. Ἁρπᾷ ἕνα σπαθορράβδι . . . κ’ ἐζύγωνε τὰ κωπέλλιˬα . . . κιˬ ἀποχύνει τα ὄξω καὶ κλεί’ τὴ bόρτα (ἐκ παραμυθ). Καὶ ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι ταχέως, ἰδίᾳ ἐν κατωφερείᾳ Κρήτ.: ᾎσμ. Μηδ’ ἕνα μίλι πῆγε ὁ νεˬὸς μηδὲ τὰ δυˬὸ ἀποχύνει κ’ ἡ λυγερὴ ἀποβγάνει τον καὶ μαῦρα δάκρυˬα χύνει. Καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπ. Κρήτ.-ΓΜαθιουδ. Λουλούδ. 27: Παίρνει τζιριτηχτὴ κάτω, μουδὲ πότες ἀποχύθηκε δὲν ἐκατάλαβε ὁ ἄdρας τση (τζιριτηχτὴ= τρεχάτη) ΓΜαθιουδ. ἔνθ’ ἀν. 6)᾿Εκχύνω, ἐκβάλλω, ἐπὶ κυψέλης ἐξαγούσης τὸ σμῆνος τῶν νέων μελισσῶν πρὸς ἐγκατάστασιν ἀλλαχοῦ Ἤπ. Τοὺ κρινὶ ἀπό’σι. Καὶ ἀμτβ. ἐκχύνομαι αὐτόθ.: Τοὺ μιλίσσ’ ἀπό’σι. Συνών. ἀπολύω Α 12, ρίχνω. 7)Παρουσιάζω ἐξανθήματα ἐν ὡρισμέναις ἀσθενείαις, οἷον ἐν εὐλογίᾳ, ἐν ὀστρακιᾷ κττ. Ἤπ. Ὁ δεῖνα ἀπό’σι (ἐνν. ὡς ἀντικ. τὰ σπυριὰ κττ.) Συνών. χύνω. 8)Χύνω ἐξ ὁλοκλήρου, συμπληρώνω τὸ χύσιμον, ἐπὶ ὑγρῶν πολλαχ.: Ἀκόμη δὲν ἀπόχυσες τἀ μπουγαδονέριˬα. Β)Ἀμτβ. 1)Ἐξασθενῶ, ἀδυνατίζω Σαμοθρ. Χίος: Ὁ δεῖνα ἀπόχυσε Χίος. Καὶ μέσ. καθίσταμαι ἰσχνός, ἀπισχναίνομαι, λε͜ιώνω Κρήτ.: Ἤτανε χοdρός, μ’ ἀπῆς ἀρρώστησε ἀποχύθηκε καὶ δὲν ἔμειν’ ὁ μισός. Μετοχ. ἀποχυμένος=ἰσχνός, ἀδύνατος Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων.) Σάμ. Χίος-Λεξ. Βλαστ.: ’Ποχυμένα μύδιˬα Κρήν. Εἶνι σὰν ἀπου’μένους κόκλανους (κέφαλος) Σάμ. Σὰν ἀποχιˬουμένος ἔναι Λακων. 2)Φθίνω, μειοῦμαι, ἐπὶ τῆς σελήνης Κύπρ.: Τὸ φεγγάριν ἄρτεψεν νὰ ’πούζῃ. || ᾎσμ. Τριῶν ἡμερῶν ἦτουν, ’πουζει τὸ φεγγάριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA