ἀπόχυσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχυσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόχυσι ἡ, Πάρ.-Λεξ. Πόππλετ. Βλαστ. ἀπό’σ’ Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. ἀπόχιˬουσ’ Μακεδ. (Μελέν.) ’πόυσι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπόχυσις=ἔκχυσις.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἔκχυσις τοῦ πρώτου ὕδατος τῶν ἑψομένων ὀσπρίων μετά τινα βράσιν αὐτῶν πρὸς ἀντικατάστασιν διὰ νέου πρὸς περαιτέρω ἕψησιν Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) Συνών. ἀπόχυμα 1β. 2)Μείωσις τοῦ δίσκου σελήνης φθινούσης Κύπρ. Μακεδ. (Μελέν.): ’Σ τὴν ’πόυσιν τοῦ φεγγαρκοῦ ’ὲν ἔν’ καλὰ νὰ κόφκῃς ξύλα, γιˬατὶ ἔν’ κακοφετίτικα (δὲν καίουν καλῶς) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Δουκ. ἐν λ. μάστραπα «εἰς ἀπόχυσιν φεγγαρίου» Συνών. λίγος, λίγωσι, χάσι, ἀντίθ. γέμωσι, δεκαπέντισμα, φέξι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/