ἀπόδρομο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόδρομο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόδρομο ἐπιρρ. Πελοπν. (Μάν.) -ΣΣκίπη Θέατρ. καὶ πρόζ. 54
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. δρόμος ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπόδρομος.
Σημασιολογία
Μακρὰν τοῦ δρόμου (ἐπὶ τοῦ λοξοδρομοῦντος καὶ βαδίζοντος ὄχι ἐπὶ τῆς ὁδοῦ) ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ πάς ἀπόδρομο ἀπόδρομο Μάν. Ξαναγύρισε ᾽ς τὴ χώρα, ἀπόδρομο ἀπόδρομο ἔφτασε πεˬὰ ᾿ς τὸ σπίτι του ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA