ἀποχώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχώνω Κάρπ. ἀποχούνω Σκῦρ. ’ποχώνω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Νεοκαισάρ. Νικόπ.) ’πουχώνω Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποχώννυμι=φράσσω διὰ χωματώσεως.
Σημασιολογία
1)Μετβ. κρύπτω ὑπὸ τὴν γῆν, θάπτω Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτάκ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Νεοκαισάρ. Νικόπ.): Τὰ λίρας ᾽πούχωσά τα ’ς σὴ χῆ (’ς τὴ γῆ) Ἀραβάν. Ποῦ τὸ ’πούχωσαν τὸ μάννα σου; αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποχωματίζω. β)Καλύπτω τὸν σπόρον ὑπὸ τὴν γῆν μετὰ τὴν σπορὰν ἰσοπεδῶν αὐτὴν Κάρπ. Συνών. ἰσοδρομίζω, σβαρνίζω, σαρακλίζω. 2)Ἀμτβ. καλύπτομαι ὑπὸ χιόνος Σκῦρ.: Ἀπόχ’σε οὕλες ὁ τόπος. Ἂν κόψῃ ὁ ἀγέρας ἴσαμε τὸ βράδ’ θ’ ἀποχούσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA