ἀποχωρισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχωρισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποχωρισιˬὰ ἡ, ἀποχωρισία Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποχωρισίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀποχωρισιˬὰ Λεξ. Δημητρ. ’ποχωρισιˬὰ Ἰων. (Κρήν.) ’ποχωριὰ Κύπρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχωρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ἀποχωρισμὸς ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἀποχωρισίαν ἀτ’ ’κ’ ἐπορῶ νὰ σύρω (ὑποφέρω) Χαλδ. || Φρ. Ἀποχωρισίαν ’κ’ ἔχουν (ἐπὶ ἀνθρώπων στενῶς συνδεδεμένων καὶ μὴ δυναμένων ν’ ἀποχωρισθοῦν) Κερασ. Ἂς ποίγουμ’ τ’ ἀποχωρισίας (ἂς κάνωμε τὰ τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, ἤτοι ἀσπασμοὺς, εὐχὰς κττ.) αὐτόθ. || ᾌσμ. Δὲν τὸ ’ρπιζα ’ς τὴ θάλασσα ντουβάριˬα νὰ χτιστοῦνε καὶ ζωντανὴ ’ποχωρισιˬὰ τὰ μάτιˬα μου νὰ δοῦνε Κρήν. ᾿Εψὲς εἶα ἕν’ ὅρωμαν πῶς ἤμουν μέσ’ ’ς τὴν χώραν κ’ ἡ χώρα ἔν’ ’ποχωριὰ κ’ εἶντα νὰ κάμω τώρᾳ; Κύπρ. 2)Χωρισμὸς ἀνδρογύνου, διάζευξις Ρόδ.-Λεξ. Δημητρ.: ᾎσμ. Στρέφω νὰ πά’ ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ | νὰ μὴ γενῇ ’ποχωρισιˬὰ Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/