ἀποέχου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποέχου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποέχου Τσακων.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ρ. ἀποδέχομαι μεταβαλόντος διάθεσιν διὰ τὴν μετβ. σημ.
Σημασιολογία
1) Εὐνοῶ, περιποιοῦμαι: Ὦνι ἀποέχουνι (δὲν τὸν εὐνοῶ). Συνών. καλοέχω, ἀντίθ. κακοέχω. 2) Ὑπολογίζω τινά, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA