ἀποζαλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζαλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποζαλεˬὰ ἡ, Κρήτ. ἀποδαλεˬὰ Ἰων. (Σμύρν.) Κύθν. ἀπουδαλεˬὰ Σάμ. ἀποδαλὲ ᾿Ικαρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζαλεˬά. Οἱ μετὰ τοῦ δ τύπ. κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ πόδι. Πβ. καὶ ἀπόζαλο.

Σημασιολογία

1) Ἴχνη ποδῶν ἀνθρώπου ἢ ζῴου Ἰκαρ. Κρήτ. Κύθν.: Εὑρῆκα τήν ἀποζαλεˬὰ τοῦ λαγοῦ Κρήτ. Εἶδα τὴν ἀποδαλεˬὰ τοῦ λαοῦ Κύθν. Συνών. ἀπαλλαγὴ 3, ἀποβολὴ 3, ἀποζαλή 1, ἀπόζαλο 1, ἀχνάρι, ζαλεˬά, ζάλο, πατεˬά, πατημασεˬά, πατησεˬά. 2) Ἡ μεταξὺ τῶν διεστηκότων ποδῶν ἀπόστασις Ἰων. (Σμύρν.) Σάμ.: Πῆρα μιˬὰ ἀπουδαλεˬὰ κὶ τοὺν πρόκαμα (μὲ ἕνα διασκελισμὸν τὸν κατέφθασα) Σάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬασκελεˬὰ 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/