ἀποτσιγγρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσιγγρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσιγγρώνω Πόντ. (Κοτύωρ.) ’πετσιγγρώνω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.)- ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2,65 ’πετσιgρώνω Θρᾴκ. (Σκοπ.) Μετοχ. ἀποτσιγγρωμένος Πελοπν. (Μάν.) ἀπουτσουgρουμένους Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τσιγγρώνω ἢ κατὰ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) 142 ἐκ τοῦ μεσν. ἀποτιγρώνω.
Σημασιολογία
1)Γελῶν μορφάζω καὶ σαίρω Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.)-ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν.: ’Κείνη γέλασε πλατεˬὰ πλατεˬὰ κ’ ἔδειξε τὰ δόντιˬα της ’πετσιγγρώνοντας τὰ χείληˬα της ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. β)Τεντώνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Τί ’πετσιγγρώ’ς τὰ μοῦτρα σου; Μετοχ. ’πετσιγγρωμένος=τεντωμένος. Συνών. τσιτώνω. γ)Ἀμτβ. ζαρώνω, ρικνοῦμαι Σαρεκκλ. (Σκοπ.) 2)Ἀρχίζω νὰ κλαίω μὲ παράπονον, κλαυθμυρίζω Πόντ. (Κοτύωρ.) Μετοχ. ἀποτσιγγρωμένος 1)Νεφελώδης, συννεφώδης Πελοπν. (Μάν.): Μαλακὸς εἶν’ ὁ καιρός, μὰ εἶν’ ἀποτσιγγρωμένος. 2)Σκυθρωπός, σύνοφρυς Κυδων. Λέσβ. Συνών. ἀποτσίγγρωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA