ἀποτιλίαμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτιλίαμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτιλίαμαν τό, Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτιλζω.
Σημασιολογία
Ἀφαίρεσις τοῦ καλύμματος τοῦ κατακεκλιμένου. Συνών. ξεσκέπασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA