ἀποτσιμπουριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσιμπουριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσιμπουριˬάζω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τσιμπούρι. Πβ. καὶ ἁπλοῦν τσιμπουριˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκβάλλω τελείως τὰ τσιμπούριˬα, τὰ παράσιτα ζωύφια κυνὸς ἢ ἄλλου ζῴου: Τρόμαξα νὰ τ’ ἀποτσιμπουριˬάσω τὸ παλαι͜όσκυλλο κ’ ἐκεῖνο ξαναγιˬόμισε πάλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA