ἀποχρονιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχρονιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποχρονιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Καρδαμ. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χρονιˬά.

Σημασιολογία

Τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς τινος Πελοπν. (Καρδαμ. Οἰν.): Ἡ ἀποχρονιˬά του ἦταν ἐφέτος τοῦ δεῖνα Καρδαμ. || Φρ. Νά, βούλλα κιˬ ἀποχρονιˬὰ νὰ σὄρθῃ! (ἀρὰ) Οἰν. Συνών. ἀπόχρονος, ὕστερο (ἰδ. ὕστερος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/