ἀπόχρονος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχρονος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόχρονος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἀπόχρονος ὁ, Κύθηρ. ἀπόχρονο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χρόνος.

Σημασιολογία

1)Ἐπιθετικ., γηραλέος, ἡλικιωμένος Πελοπν. (Λακων.): Ἐγὼ εἶμαι ἀπόχρονος. 2)Οὐσ., ἀποχρονιˬά, ὃ ἰδ., Κρήτ. Κύθηρ.: Εἶναι ὁ ἀπόχρονός του Κύθηρ. Τ’ ἀπόχρονό dου εἶναι Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/